- κτιτορικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον κτίτορα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτιτορικός — ή, ό (Μ κτιτορικός, ή, όν) [κτίτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτίτορα, στον ιδρυτή, στον θεμελιωτή («κτιτορική επιγραφή» η επιγραφή στην οποία δηλώνεται η θεμελίωση ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος) … Dictionary of Greek